-
1 εκσκεδαννυμι
досл. развеивать, перен. прогонять, отвергать(τέν εἰρήνην ἐξεσκέδασας Arph.)
См. также в других словарях:
εκσκεδάννυμι — ἐκσκεδάννυμι (Α) διασκορπίζω στον αέρα, απορρίπτω, εκδιώκω («τὴν εἰρήνην ἐξεσκέδασας», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
ἐξεσκέδασας — ἐκσκεδάννυμι scatter to the wind aor ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)