-
1 εκροη
-
2 εκροή
η, εκρους ο1) вытекание; излишние; 2) исток (реки и т. п.)
См. также в других словарях:
ἐκροῇ — ἐκροή the places of efflux fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκροή — the places of efflux fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκροή — η (AM ἐκροή) έκρυση, εκβολή, απομάκρυνση («εκροή τών νερών τής βροχής») αρχ. 1. άνοιγμα για εκροή υγρών, διέξοδος 2. συνεκδ. τα μέρη τού σώματος απ όπου γίνονται εκρύσεις (βλ. και έκρους) … Dictionary of Greek
εκροή — η 1. έξοδος υγρού από το μέρος όπου βρίσκεται. 2. το στόμιο, από όπου γίνεται η ροή προς τα έξω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐκροαῖς — ἐκροή the places of efflux fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκροαί — ἐκροή the places of efflux fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκροῆς — ἐκροή the places of efflux fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκροῇσι — ἐκροή the places of efflux fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκροήν — ἐκροή the places of efflux fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκροῶν — ἐκροή the places of efflux fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμάξωμα — Μέρος του οχήματος που καλύπτει, συνδέει και προφυλάσσει τον μηχανισμό του και επιπλέον στεγάζει τους επιβάτες και το φορτίο. Η καθιερωμένη τεχνική προβλέπει α. με μόνο προορισμό την κάλυψη, προσαρμοσμένα σε πλαίσια, ενώ πολυάριθμες σύγχρονες… … Dictionary of Greek