-
1 εκρατίστευσεν
-
2 ἐκρατίστευσεν
См. также в других словарях:
ἐκρατίστευσεν — κρατιστεύω to be mightiest aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εκρατίστευσεν
2 ἐκρατίστευσεν
ἐκρατίστευσεν — κρατιστεύω to be mightiest aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)