-
1 εκρατίστευε
-
2 ἐκρατίστευε
См. также в других словарях:
ἐκρατίστευε — κρατιστεύω to be mightiest imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρατιστεύω — (Α) [κράτιστος] 1. είμαι έξοχος, εξέχω, υπερέχω, είμαι ανώτερος (α. «λόγος κρατιστεύων», Πίνδ. β. «τῷ σώματι καὶ τῆ ψυχῆ κρατιστεύοντας», Ξεν.) 2. υπερτερώ, νικώ κάποιον («ἐν οἷς ἐκεῑνος τῶν ἡλικιωτῶν ἐκρατίστευε», Iσοκρ.) 3. (το αρσ. μτχ. ενεστ … Dictionary of Greek