Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἐκπροΐημι

См. также в других словарях:

  • εκπροΐημι — ἐκπροΐημι (Α) εκπέμπω …   Dictionary of Greek

  • ίημι — ἵημι (Α) 1. κινώ, βάζω κάτι σε κίνηση, κάνω κάτι να κινηθεί γρήγορα («ἧκα πόδας καὶ χεῑρε φέρεσθαι», Ομ. Οδ.) 2. αφήνω κάτι να πέσει κάτω (α. «κὰδ δὲ κάρητος ἧκε κόμας» άφησε τα μαλλιά να κρέμονται από το κεφάλι, Ομ. Οδ.) 3. στέλνω, αποστέλλω 4.… …   Dictionary of Greek

  • ἐκπροιεῖσαι — ἐκπροίημι send forth pres part act fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκπροιέμενος — ἐκπροίημι send forth pres part mid masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκπροέηκε — ἐκπροίημι send forth aor ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»