-
1 εκπροσωπεί
ἐκ, πρό-σωπάωkeep silence: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)ἐκ, πρό-σωπάωkeep silence: pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)ἐκ, πρόσ-ὠπάωpres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)ἐκ, πρόσ-ὠπάωpres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) -
2 ἐκπροσωπεῖ
ἐκ, πρό-σωπάωkeep silence: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)ἐκ, πρό-σωπάωkeep silence: pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)ἐκ, πρόσ-ὠπάωpres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)ἐκ, πρόσ-ὠπάωpres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
См. также в других словарях:
ἐκπροσωπεῖ — ἐκ , πρό σωπάω keep silence pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐκ , πρό σωπάω keep silence pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) ἐκ , πρόσ ὠπάω pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐκ , πρόσ ὠπάω pres ind act 3rd sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εταιρεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον ελληνικό Aστικό Kώδικα (Α.Κ.) είναι μια ιδιότυπη αμφοτεροβαρής σύμβαση, με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα αναλαμβάνουν μεταξύ τους την υποχρέωση να επιδιώξουν ένα κοινό σκοπό, καταβάλλοντας ίσες –αν δεν έχει οριστεί… … Dictionary of Greek
πρόξενος — Άμισθος ή έμμισθος κρατικός υπάλληλος, ο οποίος εδρεύει μόνιμα στο έδαφος αλλοδαπού κράτους, με τη συγκατάθεση του τελευταίου, και έχει ως αποστολή να εξυπηρετεί τα συμφέροντα ή να διεκπεραιώνει υποθέσεις των πολιτών του κράτους που εκπροσωπεί ή… … Dictionary of Greek
Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… … Dictionary of Greek
άπειρο — Το ατελείωτο, το απέραντο· το αναρίθμητο· ειδικότερα, το σύμπαν, το διάστημα. (Μαθημ.) Ήδη από την αρχαιότητα, η μαθηματική ανάλυση του α. συνδέεται στενά με τη φιλοσοφική αναζήτηση. Ονομαστά προβλήματα σχετικά με το ά., όπως τα παράδοξα του… … Dictionary of Greek
αγνότητα — Ηθικοθρησκευτική έννοια που οι διάφοροι πολιτισμοί τής έδωσαν διαφορετικό περιεχόμενο, το οποίο όμως θα μπορούσε να οριστεί γενικά ως αποχή από τη σεξουαλική επαφή, είτε σχετική (μεταξύ αγάμων, συγγενών, μελών της ίδιας πατριάς κλπ.) είτε απόλυτη … Dictionary of Greek
αδαμάντιος — Χριστιανικό λογοτεχνικό κείμενο. Τιτλοφορείται και Διάλογος περί της εις Θεόν ορθής πίστεως.O συγγραφέας του χριστιανικού αυτού κειμένου είναι άγνωστος. Έως τον 16ο αι. πίστευαν ότι το έργο γράφτηκε από τον Ωριγένη, επειδή o πρωταγωνιστής του… … Dictionary of Greek
αιδώς — Τεχνητή θεότητα, που την επινόησαν οι πρώτοι φιλόσοφοι, προσωποποίηση της συστολής και της ντροπής. Ήταν μια από τις Ώρες και είχε μητέρα τη Θέμιδα και αδελφές την Ευνομία, τη Δίκη, την Ειρήνη, τη Νέμεση κλπ. Ήταν μητέρα της Σωφροσύνης, τροφός… … Dictionary of Greek
αύρα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων και ζώων. 1. Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του Τιτάνα Λήλαντα και της Περίβοιας. Αγαπημένη της ασχολία ήταν το κυνήγι και εξορμούσε, γρήγορη σαν τον άνεμο, μαζί με τις άλλες συνοδούς της Αρτέμιδας. Ο σφοδρός… … Dictionary of Greek
εθελοπρόξενος — ἐθελοπρόξενος, ο (Α) αυτός που γίνεται πρόξενος μόνος του χωρίς να τού ζητηθεί από την πόλη την οποία εκπροσωπεί … Dictionary of Greek
εθνικός — ή, ό (AM ἐθνικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έθνος («εθνική υπόθεση») 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα έθνη 3. (το επίθ. ως ουσ.) ο εθνικός ο ειδωλολάτρης 4. το ουδ. ως ουσ. γραμμ. το εθνικό(ν) παράγωγα ονόματα που δηλώνουν… … Dictionary of Greek