-
1 εκπροθέσμους
-
2 ἐκπροθέσμους
См. также в других словарях:
ἐκπροθέσμους — ἐκπρόθεσμος beyond the appointed day masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εκπροθέσμους
2 ἐκπροθέσμους
ἐκπροθέσμους — ἐκπρόθεσμος beyond the appointed day masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)