-
1 ἐκπρέπεια
ἐκπρέπ-εια, ἡ,A excellence, Iamb.VP5.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκπρέπεια
-
2 ἐκπρεπής
ἐκπρεπ-ής, ές,A distinguished out of all, pre-eminent, remarkable,ἐν πολλοῖσι Il.2.483
; μία ἐ. [νίκα] Pi.P.7.12 ;μεγέθει ἐκπρεπεστάτα A.Pers. 184
; εὐγένειαν ἐκπρεπεῖς ib. 442 ;εἶδος ἐκπρεπεστάτη E.Alc. 333
; ῥόδα..τιθήνημ’ ἔαρος -έστατον Chaerem.13 ;ἐ. φύσιν Nausicr.2.6
;κότταβος..ἐκπρεπὲς ἔργον Critias 2.1
;ἐ. [ἰδέα] Pl.Phdr. 238a
; -έστερα ζῷα Arist.Phgn. 810a8
. Adv. - πῶς splendidly,κεκόσμηται Plb.5.59.8
: poet. - έως IG3.121: [comp] Comp. - έστερον more conspicuously, D.C.44.40.II of things, = ἔξω τοῦ πρέποντος, extraordinary,οὐδὲν -έστερον παθεῖν Th.3.55
. Adv. - without reasonable grounds,Id.
1.38 : [comp] Sup. -έστατα τιμωρῆσαι X.Smp.8.31
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκπρεπής
-
3 ἐκπρεπόντως
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκπρεπόντως
-
4 ἐκπρέπω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκπρέπω
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский