-
1 εκπρεπέστατος
-
2 ἐκπρεπέστατος
См. также в других словарях:
ἐκπρεπέστατος — ἐκπρεπής distinguished out of all masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εκπρεπέστατος
2 ἐκπρεπέστατος
ἐκπρεπέστατος — ἐκπρεπής distinguished out of all masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)