-
1 ἐκπορθμεύω
A carry away by sea:—E. has [tense] pf. [voice] Pass. in pass. sense,[Ἑιένη] ἐκπεπόρθμευται χθονός Hel. 1179
; but in med. sense, Μενέλαος αὐτὴν ἐκπεπόρθμευται χθονός ib. 1517.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκπορθμεύω
-
2 εκπεπόρθμευται
-
3 ἐκπεπόρθμευται
См. также в других словарях:
εκπορθμεύω — ἐκπορθμεύω (Α) (για τον Πάρι και την Ελένη) απάγω διά θαλάσσης … Dictionary of Greek
ἐκπεπόρθμευται — ἐκπορθμεύω carry away by sea perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)