-
1 εκποκιζω
-
2 ἐκποκίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκποκίζω
-
3 ἐκποκίζω
ἐκ-ποκίζω, Wolle, Haare ausraufen -
4 'κποκιώ
-
5 'κποκιῶ
-
6 εκποκιώ
-
7 ἐκποκιῶ
См. также в других словарях:
εκποκίζω — ἐκποκίζω (Α) βγάζω το μαλλί, αφαιρώ τις τρίχες … Dictionary of Greek
ἐκποκιῶ — ἐκποκίζω pull out wool fut ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'κποκιῶ — ἐκποκιῶ , ἐκποκίζω pull out wool fut ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)