Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐκπλήξεις

  • 1 εκπλήξεις

    ἔκπληξις
    consternation: fem nom /voc pl (attic epic)
    ἔκπληξις
    consternation: fem nom /acc pl (attic)
    ἐκπλήσσω
    strike out of: aor subj act 2nd sg (epic)
    ἐκπλήσσω
    strike out of: fut ind act 2nd sg
    ἐκπλήσσω
    strike out of: aor subj act 2nd sg (epic)
    ἐκπλήσσω
    strike out of: fut ind act 2nd sg

    Morphologia Graeca > εκπλήξεις

  • 2 ἐκπλήξεις

    ἔκπληξις
    consternation: fem nom /voc pl (attic epic)
    ἔκπληξις
    consternation: fem nom /acc pl (attic)
    ἐκπλήσσω
    strike out of: aor subj act 2nd sg (epic)
    ἐκπλήσσω
    strike out of: fut ind act 2nd sg
    ἐκπλήσσω
    strike out of: aor subj act 2nd sg (epic)
    ἐκπλήσσω
    strike out of: fut ind act 2nd sg

    Morphologia Graeca > ἐκπλήξεις

См. также в других словарях:

  • ἐκπλήξεις — ἔκπληξις consternation fem nom/voc pl (attic epic) ἔκπληξις consternation fem nom/acc pl (attic) ἐκπλήσσω strike out of aor subj act 2nd sg (epic) ἐκπλήσσω strike out of fut ind act 2nd sg ἐκπλήσσω strike out of aor subj act 2nd sg (epic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • OPA! — Single by Giorgos Alkaios Released 26 February 2010 (2010 02 26) (see …   Wikipedia

  • Кувелис, Фотис — Фотис Кувелис греч. Φώτης Κουβέλης …   Википедия

  • Демократические левые (Греция) — Демократические левые Лидер: Фотис Кувелис Дата основания: 27 июня 2010 Идеология: социал демократия Мест в Парламенте …   Википедия

  • αντοχή — Η δύναμη του υλικού σώματος να αντιστέκεται σε ενέργειες που μπορούν να αλλάξουν τη μορφή ή τη σύστασή του. α., διηλεκτρική. Η διηλεκτρική α. είναι η μέγιστη τιμή της διαφοράς δυναμικού (τάσης), η οποία μπορεί να εφαρμοστεί μεταξύ δύο αγωγών,… …   Dictionary of Greek

  • αφίσα — Έντυπο που τοιχοκολλείται ή τοποθετείται σε ειδικό χώρο, με προορισμό να μεταδώσει στον περαστικό, με τρόπο σύντομο αλλά και αποτελεσματικό, κάποιο μήνυμα ή να τον πληροφορήσει για κάποια εκδήλωση. Η α. είναι η σημαντικότερη και γνωστότερη από… …   Dictionary of Greek

  • φωτοστοιχειοθεσία — Η στοιχειοθεσία (σύνθεση) κειμένου με τη βοήθεια κλαβιέ και η αποτύπωσή του πάνω σε φωτοευπαθές χαρτί ή φιλμ. Η φ. είναι νέα μέθοδος στοιχειοθεσίας που δημιουργήθηκε από μια ανάγκη: να εξυπηρετήσει τη γρήγορη εξάπλωση της λιθογραφίας. Τον… …   Dictionary of Greek

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

  • Λε Βο, Λουί — (Louis Le Vau, Παρίσι 1612 – 1670). Γάλλος αρχιτέκτονας. Ήταν μαθητής του Μανσάρ και ανέπτυξε τη δραστηριότητά του στις αρχές της βασιλείας του Λουδοβίκου ΙΔ’. Το μέγαρο Μποτρ είναι το πρώτο έργο που του αποδίδεται και, αντίθετα από τον δάσκαλό… …   Dictionary of Greek

  • Νταλ, Ρόαλντ — (Roald Dal, Λάνταρ, Νότια Ουαλία 1913 –). Άγγλος συγγραφέας. Οι γονείς του ήταν Νορβηγοί. Σπούδασε στην Αγγλία (Σχολή Ρέπτον), όπου και ζει. Σταδιοδρόμησε ως στέλεχος της μεγάλης εταιρείας πετρελαιοειδών Σελ. Έλαβε μέρος κατά τον Β’ Παγκόσμιο… …   Dictionary of Greek

  • Τζιακόζα, Ιωσήφ — (Giacosa, 1847 – 1906). Ιταλός θεατρικός συγγραφέας. Σπούδασε νομικά αλλά επιδόθηκε στη λογοτεχνία. Το πρώτο του έργο με τον τίτλο Δραματικές σκηνές και κωμωδίες είχε μεγάλη επιτυχία και μετά την παράσταση του θεατρικού του έργου Μια παρτίδα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»