-
1 εκπληκτικως
1) потрясающе, ужасающе, грозно(προσφέρεσθαί τινι Diod.; πρὸς ἀγῶνα κατεσκευασμένος Plut.)
2) ошеломляюще, изумительноἐ. ἀποδέχεσθαί τινα Polyb. — изумляться кому-л.
См. также в других словарях:
ἐκπληκτικῶς — ἐκπληκτικός striking with consternation adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)