-
1 εκπίτνων
-
2 ἐκπίτνων
-
3 ἐκ-πιτνέω
См. также в других словарях:
ἐκπίτνων — ἐκπίτνω pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εκπίτνων
2 ἐκπίτνων
3 ἐκ-πιτνέω
ἐκπίτνων — ἐκπίτνω pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)