-
1 εκπαυω
См. также в других словарях:
εκπαύω — ἐκπαύω (Α) 1. καταπαύω 2. μέσ. ( ομαι) αναπαύομαι … Dictionary of Greek
ἐκπαύσω — ἐκπαύω set quite at rest aor subj act 1st sg ἐκπαύω set quite at rest fut ind act 1st sg ἐκπαύω set quite at rest aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξεπαύσαντο — ἐκπαύω set quite at rest aor ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παύω — ΝΜΑ 1. τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ 2. (για πρόσ.) συγκρατώ, αναχαιτίζω κάποιον («ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.) 3. (στην προστ.) πάψε και παῡε σταμάτα, τελείωνε, τερμάτιζε (α. «πάψε τα κλάματα» β. «παῡε γόοιο», Ελλην. Επιγραμμ.) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek