-
1 εκορθύετο
-
2 ἐκορθύετο
См. также в других словарях:
ἐκορθύετο — ἐκορθύ̱ετο , κορθύνω lift up imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εκορθύετο
2 ἐκορθύετο
ἐκορθύετο — ἐκορθύ̱ετο , κορθύνω lift up imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)