-
1 εκνοστήσας
-
2 ἐκνοστήσας
-
3 ἐκνοστέω
ἐκ - νοστέω, aor. part. ἐκνοστήσᾶς: return from, μάχης (v. l. μάχης ἔκ).A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐκνοστέω
См. также в других словарях:
ἐκνοστήσας — ἐκνοστήσᾱς , ἐκ νοστέω go aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)