Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐκμυζήσῃ

  • 1 εκμυζήση

    ἐκμυζήσηι, ἐκμύζησις
    sucking out: fem dat sg (epic)
    ἐκμυζάω
    suck out: aor subj mid 2nd sg (attic ionic)
    ἐκμυζάω
    suck out: aor subj act 3rd sg (attic ionic)
    ἐκμυζάω
    suck out: fut ind mid 2nd sg (attic ionic)
    ἐκμυζάω
    suck out: aor subj mid 2nd sg (attic ionic)
    ἐκμυζάω
    suck out: aor subj act 3rd sg (attic ionic)
    ἐκμυζάω
    suck out: fut ind mid 2nd sg (attic ionic)
    ἐκμυζέω
    suck out: aor subj mid 2nd sg
    ἐκμυζέω
    suck out: aor subj act 3rd sg
    ἐκμυζέω
    suck out: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > εκμυζήση

  • 2 ἐκμυζήσῃ

    ἐκμυζήσηι, ἐκμύζησις
    sucking out: fem dat sg (epic)
    ἐκμυζάω
    suck out: aor subj mid 2nd sg (attic ionic)
    ἐκμυζάω
    suck out: aor subj act 3rd sg (attic ionic)
    ἐκμυζάω
    suck out: fut ind mid 2nd sg (attic ionic)
    ἐκμυζάω
    suck out: aor subj mid 2nd sg (attic ionic)
    ἐκμυζάω
    suck out: aor subj act 3rd sg (attic ionic)
    ἐκμυζάω
    suck out: fut ind mid 2nd sg (attic ionic)
    ἐκμυζέω
    suck out: aor subj mid 2nd sg
    ἐκμυζέω
    suck out: aor subj act 3rd sg
    ἐκμυζέω
    suck out: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > ἐκμυζήσῃ

См. также в других словарях:

  • εκμύζηση — η (AM ἐκμύζησις) βύζαγμα, πιπίλισμα νεοελλ. μτφ. απομύζηση …   Dictionary of Greek

  • ἐκμυζήσῃ — ἐκμυζήσηι , ἐκμύζησις sucking out fem dat sg (epic) ἐκμυζάω suck out aor subj mid 2nd sg (attic ionic) ἐκμυζάω suck out aor subj act 3rd sg (attic ionic) ἐκμυζάω suck out fut ind mid 2nd sg (attic ionic) ἐκμυζάω suck out aor subj mid 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκμυζητικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην εκμύζηση 2. ο κατάλληλος για εκμύζηση …   Dictionary of Greek

  • εκμυελισμός — ἐκμυελισμός, ο (Μ) εκμύζηση τού μυελού …   Dictionary of Greek

  • εκμυζηθμός — ἐκμυζηθμός, ο (Α) εκμύζηση, απομύζηση …   Dictionary of Greek

  • εφελκυσμός — Διαδικασία, κατά την οποία μέρος του σώματος τοποθετείται υπό έκταση, για να ευθυγραμμιστούν δύο γειτονικές δομές ή να συγκρατηθούν στη θέση τους. * * * ο (ΑΜ ἐφελκυσμός) [εφελκύω] έλξη, προσέλκυση, τράβηγμα νεοελλ. (μηχανολ.) τρόπος καταπόνησης… …   Dictionary of Greek

  • πεντατομίδες — (Pentatomides). Οικογένεια εντόμων που, όταν ενοχληθούν, αφήνουν μια έντονη και άσχημη μυρωδιά, εξαιτίας της οποίας ονομάζονται και βρομούσες. Το σώμα τους μοιάζει με ασπίδα και, ανάμεσα στα φτερά τους, έχουν ένα πλατύ και τριγωνικό τμήμα, που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»