-
1 εκμυζήσεσιν
-
2 ἐκμυζήσεσιν
См. также в других словарях:
ἐκμυζήσεσιν — ἐκμύζησις sucking out fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εκμυζήσεσιν
2 ἐκμυζήσεσιν
ἐκμυζήσεσιν — ἐκμύζησις sucking out fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)