-
1 εκμαστευω
-
2 ἐκμαστεύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκμαστεύω
-
3 ἐκμαστεύω
ἐκ-μαστεύω, ausspähen, aufsuchen
См. также в других словарях:
εκμαστεύω — (AM ἐκμαστεύω) ανιχνεύω, προσπαθώ να βρω και να φέρω στην επιφάνεια (συνήθως για υπόγεια ύδατα) αρχ. παρακολουθώ με προσοχή … Dictionary of Greek