-
1 εκμαρτυρήσαι
-
2 ἐκμαρτυρῆσαι
См. также в других словарях:
ἐκμαρτυρῆσαι — ἐκμαρτυρέω to bear witness to aor inf act ἐκμαρτυρέω to bear witness to aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εκμαρτυρήσαι
2 ἐκμαρτυρῆσαι
ἐκμαρτυρῆσαι — ἐκμαρτυρέω to bear witness to aor inf act ἐκμαρτυρέω to bear witness to aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)