Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐκμαγεῖα

См. также в других словарях:

  • ἐκμαγεῖα — ἐκμαγεῖον napkin neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκμαγεῖ' — ἐκμαγεῖα , ἐκμαγεῖον napkin neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυψοθήκη — Συλλογή γύψινων εκμαγείων από χάλκινα, μαρμάρινα και πήλινα περίοπτα ή ανάγλυφα έργα από νομίσματα, καμέους ή από αρχιτεκτονικά μέλη. Η γ. καταρτίζεται συνήθως για εκπαιδευτικούς σκοπούς, αποτελεί εποπτικό μέσο διδασκαλίας και μελέτης και παρέχει …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Επιδαύρου — Το μικρό αλλά πλούσιο σε ευρήματα Μουσείο της Επιδαύρου βρίσκεται στην είσοδο του αρχαιολογικού χώρου του Ασκληπιείου. Είναι ένα μακρόστενο κτίριο που δένει αρμονικά με τον περιβάλλοντα χώρο με τις λιτές γραμμές και τα διακριτικά χρώματά του.… …   Dictionary of Greek

  • ανατομικός — ή, ό, θηλ. και ός (Α ἀνατομικός, όν) [ανατομή] εκείνος που ανήκει ή αναφέρεται στην ανατομία νεοελλ. 1. (για πράγμ.) κατασκευασμένος κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες υγιεινής τού οργανισμού («ανατομικά υποδήματα») 2. το θηλ. ως ουσ.… …   Dictionary of Greek

  • γύψος — Ορυκτό που κρυσταλλώνεται στην oλοεδρία του μονοκλινούς συστήματος. Χημικά καθορίζεται ως ένυδρο θειικό ασβέστιο (CaSo4 · 2Η2Ο). Σε καθαρή μορφή είναι άχρωμος, λευκός ή, σπανιότερα, με διάφορες αποχρώσεις. Η διαφάνειά του είναι μαργαριτώδης έως… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Ανθρωπολογικό Πανεπιστημίου Αθηνών — Ιδρύθηκε το 1886 από τον Κλων Στέφανο, τον πρώτο ερευνητή που ασχολήθηκε με την ανθρωπολογική σύνθεση των αρχαίων πληθυσμών του ελλαδικού χώρου. O Ιωάννης Κούμαρης, διευθυντής του μουσείου από το 1915 έως το 1950 και πρώτος καθηγητής της… …   Dictionary of Greek

  • πολυμερή — Προϊόντα που προκύπτουν από την ένωση δύο ή περισσότερων μορίων μονομοριακών ενώσεων. Συνήθως η ένωση δύο, τριών ή τεσσάρων μορίων δηλώνεται, αντίστοιχα, με τους όρους «διμερή», «τριμερή», «τετραμερή» κλπ., ενώ η ονομασία πολυμερή (ακόμα και… …   Dictionary of Greek

  • въображениѥ — ВЪОБРАЖЕНИ|Ѥ (31), ˫А с. 1.Действие по гл. въображати в 1 знач.: Что же ѥсть ѥже г҃лю рѣша нѣции. нѣкыхъ васъ. ѿ поставленыхъ приимати имѣнь˫а. посѣнѩти же имене бл҃гоч(с)ть˫а. се же пѹще есть. аще бо зло˫а кто. воображеньемь бл҃гаго творить. (ἐν …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • απολίθωση — Η διατήρηση ζωικών ή φυτικών οργανισμών του παρελθόντος σε απολιθωμένη (πετρωμένη) μορφή. Το μεγαλύτερο μέρος των οργανισμών, από τις πιο απλές μορφές όπως τα βακτηρίδια, έως τις πιο σύνθετες των ανώτερων οργανισμών, μπορεί να απολιθωθεί. Η α.… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Προϊστορικής Θήρας — Το μουσείο που στεγάζει τα αριστουργήματα της προϊστορικής Θήρας εγκαινιάστηκε με μεγάλη λαμπρότητα την άνοιξη του 2000. Στα 600 τ.μ. του δεύτερου ορόφου του κτιρίου, που έχουν διαμορφωθεί με σύγχρονη μουσειακή αντίληψη, εκτίθενται, χωρισμένα σε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»