-
1 εκλήπτορες
-
2 ἐκλήπτορες
См. также в других словарях:
ἐκλήπτορες — ἐκλήπτωρ contractor of works masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκληπτορία — η η μίσθωση των δημόσιων προσόδων από εκλήπτορες … Dictionary of Greek