Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐκλογῇ

См. также в других словарях:

  • ἐκλογή — choice fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκλογή — η 1. επιλογή, προτίμηση, διάλεγμα, ξεχώρισμα: Εκλογή χρώματος. 2. η πράξη με την οποία διαλέγεται με ψηφοφορία κάποιος ως πιο κατάλληλος για την κατάληψη αξιώματος: Εκλογή βουλευτή. – Εκλογή καθηγητή πανεπιστημίου. 3. στον πληθ., εκλογές η άσκηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκλογή — Τίτλος μηνιαίας έκδοσης μικρού σχήματος, με ποικίλη ύλη. Ιδρύθηκε το 1945 από τη Βρετανική Υπηρεσία Πληροφοριών με έδρα την Αθήνα. Το 1950 ανέλαβε τη συνέχιση της έκδοσης η ημερήσια εφημερίδα Καθημερινή. Το 1960 η Ε. έγινε δεκαπενθήμερη, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • ἐκλογῇ — ἐκλογέω select pres subj mp 2nd sg ἐκλογέω select pres ind mp 2nd sg ἐκλογέω select pres subj act 3rd sg ἐκλογῆι , ἐκλογεύς collector of firstfruits masc dat sg (epic ionic) ἐκλογή choice fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκλογῆ — ἐκλογεύς collector of firstfruits masc nom/voc/acc dual ἐκλογεύς collector of firstfruits masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εκλογή Νόμων — Νομοθετική συλλογή των Ισαύρων, με βάση τις Εισηγήσεις, τα Αιγέστα (Πανδέκτες) και τις Νεαρές του Ιουστινιανού, «εις το φιλανθρωπότερον εκτεθείσα». Η Ε.Ν. διαιρείται σε 18 τίτλους και περιέχει διατάξεις αστικού και ποινικού δικαίου. Είναι έργο… …   Dictionary of Greek

  • ἐκλογῆι — ἐκλογῇ , ἐκλογέω select pres subj mp 2nd sg ἐκλογῇ , ἐκλογέω select pres ind mp 2nd sg ἐκλογῇ , ἐκλογέω select pres subj act 3rd sg ἐκλογεύς collector of firstfruits masc dat sg (epic ionic) ἐκλογῇ , ἐκλογή choice fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Эклога вид пасторали — (εκλογή выбор) пастораль (см.), имеющая форму диалога. Первоначально у греков словом Э. обозначались стихотворные сборники, состоящие из небольших произведений, равно как отдельные стихотворения, входящие в сборник. Такое название имели и… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Эклога — (εκλογή выбор) пастораль (см.), имеющая форму диалога. Первоначально у греков словом Э. обозначались стихотворные сборники, состоящие из небольших произведений, равно как отдельные стихотворения, входящие в сборник. Такое название имели и… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ἐκλογαῖς — ἐκλογή choice fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκλογαί — ἐκλογή choice fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»