Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐκλιστρῶ

  • 1 εκλιστρώ

    ἐκλιστράω
    slap: pres imperat mp 2nd sg
    ἐκλιστράω
    slap: pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
    ἐκλιστράω
    slap: pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
    ἐκλιστράω
    slap: pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
    ἐκλιστράω
    slap: pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
    ἐκλιστράω
    slap: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > εκλιστρώ

  • 2 ἐκλιστρῶ

    ἐκλιστράω
    slap: pres imperat mp 2nd sg
    ἐκλιστράω
    slap: pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
    ἐκλιστράω
    slap: pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
    ἐκλιστράω
    slap: pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
    ἐκλιστράω
    slap: pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
    ἐκλιστράω
    slap: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > ἐκλιστρῶ

См. также в других словарях:

  • εκλιστρώ — ἐκλιστρῶ ( άω) (Μ) γλιστρώ, ξεγλιστρώ …   Dictionary of Greek

  • ἐκλιστρῶ — ἐκλιστράω slap pres imperat mp 2nd sg ἐκλιστράω slap pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἐκλιστράω slap pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ἐκλιστράω slap pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) ἐκλιστράω slap pres ind act 1st sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλιστρώ — ( άω) (Μ γλιστρῶ, όω και ἐγλιστρῶ, άω) 1. παραπατώ 2. πέφτω από γλίστρημα 3. μτφ. ξεφεύγω μ επιδεξιότητα («σε πολλές βρομοδουλειές είναι μέσα, μα πάντα γλιστρά») νεοελλ. 1. (για πράγμα) γλιστρώντας πέφτω κάτω 2. είμαι ολισθηρός 3. ξεφεύγω κατά… …   Dictionary of Greek

  • γλείφω — (Μ γλείφω) σύρω τη γλώσσα επάνω σε κάτι νεοελλ. Ι. 1. εγγίζω απαλά ή μόνο στην επιφάνεια («το κύμα έγλειφε τον βράχο») 2. κατατρώγω, καταστρέφω («δυο ποντικοί... τού δέντρου εγλείφασιν την ρίζαν») 3. βασανίζω, τριβελίζω («οι έννοιες και οι… …   Dictionary of Greek

  • γλυτώνω — και γλυτρώνω και εγλυτώνω (Μ γλυτώνω και ἐγλυτώνω) 1. απαλλάσσω κάποιον από ένα κίνδυνο ή μια συμφορά, σώζω, λυτρώνω 2. αποπερατώνω, τελειώνω 3. απαλλάσσομαι από κίνδυνο ή συμφορά, λυτρώνομαι νεοελλ. φρ. 1. «από τρίχα γλύτωσα» παρά λίγο να… …   Dictionary of Greek

  • γλύω — και γλυώ (Μ γλύω) γλυτώνω, σώζω κάποιον νεοελλ. γλυτώνω, λυτρώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < εκλύω, με αποβολή τού ε και ανομοιωτική τροπή τού κ σε γ (πρβλ. εκλιστρώ γλιστρώ)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»