-
1 εκλιπής
-
2 ἐκλιπής
-
3 εκλιπης
21) оставленный, брошенный2) недостающий, нехватающий(τινι Arst.)
τοῦ ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο Thuc. — произошло небольшое затмение солнца -
4 εκλίπης
-
5 ἐκλίπῃς
-
6 ἐκλιπής
A failing, deficient, ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο, = ἔκλειψις, Th.4.52: c. gen., deficient in.., Arist.Xen. 980a6.II omitted, overlooked, Th.1.97, Arr.An.1.12.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκλιπής
-
7 ἐκλιπής
ἐκ-λιπής, ές, mangelnd, fehlend; τοῦ ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο, eine partiale Sonnenfinsternis. Aber τοῠτο ἦν τὸ χωρίον ἐκλιπές, war ausgelassen, übersehen -
8 εκλιπές
-
9 ἐκλιπές
-
10 εκλιπούς
-
11 ἐκλιποῦς
См. также в других словарях:
εκλιπής — ἐκλιπής, ές (Α) 1. ελλιπής («ἡλίου τι ἐκλιπὲς ἐγένετο» έγινε μερική έκλειψη ηλίου) 2. αυτός που παραλήφθηκε, που παραμελήθηκε («τοῑς πρὸ εμοῡ ἅπασιν ἐκλιπὲς τοῡτο ἦν τὸ χωρίον» αυτό το κεφάλαιο είχε παραμεληθεί απ όλους τους προγενέστερους,… … Dictionary of Greek
ἐκλιπής — failing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλίπῃς — ἐκλείπω leave out aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλιπές — ἐκλιπής failing masc/fem voc sg ἐκλιπής failing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλιποῦς — ἐκλιπής failing masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)