Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐκλιπής

См. также в других словарях:

  • εκλιπής — ἐκλιπής, ές (Α) 1. ελλιπής («ἡλίου τι ἐκλιπὲς ἐγένετο» έγινε μερική έκλειψη ηλίου) 2. αυτός που παραλήφθηκε, που παραμελήθηκε («τοῑς πρὸ εμοῡ ἅπασιν ἐκλιπὲς τοῡτο ἦν τὸ χωρίον» αυτό το κεφάλαιο είχε παραμεληθεί απ όλους τους προγενέστερους,… …   Dictionary of Greek

  • ἐκλιπής — failing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκλίπῃς — ἐκλείπω leave out aor subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκλιπές — ἐκλιπής failing masc/fem voc sg ἐκλιπής failing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκλιποῦς — ἐκλιπής failing masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»