-
1 εκλιμπανω
(= ἐκλείπω См. εκλειπω)1) оставлять, покидать(δόμους πατρῴους Eur.)
2) прекращатьοὔποτ΄ ἐξελίμπανον θρυλοῦσα ἃ εἰπεῖν ἤθελον Eur. — я никогда не переставала бормотать про себя то, что хотела высказать
См. также в других словарях:
εκλιμπάνω — ἐκλιμπάνω (Α) 1. εκλείπω, εγκαταλείπω («...ἐξελίμπανον δόμους πατρώους», Ευρ. Μήδ.) 2. σταματώ («οὔποτ ἐξελίμπανον θρυλοῡσα» δεν έπαυα να λέω) … Dictionary of Greek
ἐκλιμπάνω — ἐκλείπω leave out pres subj act 1st sg ἐκλείπω leave out pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)