-
1 εκλελυμενως
1) крайне небрежно, вяло, слабо(ἐ. καὴ ἀτόνως ἐπιτιμᾶν Plut.)
2) крайне развязно, вольно(διαλέγεσθαι περί τινος Isocr.)
-
2 ατονως
См. также в других словарях:
εκλελυμένως — ἐκλελυμένως (Α) επίρρ. 1. χαλαρά 2. με ελευθεριότητα, ακόλαστα … Dictionary of Greek
ἐκλελυμένως — loosely indeclform (adverb) ἐκλύω set free perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)