-
1 εκλειπτέον
-
2 ἐκλειπτέον
-
3 ἐκλειπτέον
A we must omit, Aristid.Or.43(1).3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκλειπτέον
См. также в других словарях:
ἐκλειπτέον — we must omit masc acc sg ἐκλειπτέον we must omit neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)