Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἐκλέγομαι

  • 1 εκλέγομαι

    ἐκλέγω
    pick: pres ind mp 1st sg

    Morphologia Graeca > εκλέγομαι

  • 2 ἐκλέγομαι

    ἐκλέγω
    pick: pres ind mp 1st sg

    Morphologia Graeca > ἐκλέγομαι

  • 3 ἐκλέγομαι

    ἐκλέγομαι impf. ἐξελεγόμην; fut. ἐκλέξομαι LXX; 1 aor. ἐξελεξάμην. Pass. 2 aor. ἐξελέγην; pf. pass. ἐκλέλεγμαι, ptc. ἐκλελεγμένος Lk 9:35 (Hdt.+; ins, pap, LXX; En 6:2; 7:1; TestJob 9:4; Test12Patr; JosAs cod. A [p. 68, 20 and 71:15 Bat.]; EpArist; Joseph., Just.; Mel., P. 83, 622 ; the act. does not occur in our lit.)
    [b] to pick out someone or someth., choose (for oneself) τινά (τί) someone (someth.) w. indication of that from which the selection is made τινὰ ἔκ τινος (Isocr. 9, 58; 2 Km 24:12; 2 Ch 33:7; Sir 45:4; Demetr.: 722 Fgm. 1, 16 and18 Jac.; ἐκ τῶν γραφῶν Iren. 1, 19, 1 [Harv. I 175, 9; of the ‘eclecticism’ of dissidents]) choose someone fr. among a number πάντων 1 Cl 59:3; of two Ac 1:24. ὑμᾶς ἐκ τοῦ κόσμου J 15:19. ἐξ αὐτῶν Hs 9, 9, 3. ἐκλεξαμένους ἄνδρας ἐξ αὐτῶν πέμψαι to choose men fr. among them and to send them Ac 15:22, cp. 25. For this τινὰ ἀπό τινος (Dt 14:2; Sir 45:16; Just. D. 27, 1 ἀπὸ τῶν προφητικῶν λόγων): ἀπʼ αὐτῶν δώδεκα twelve of them Lk 6:13.
    to make a choice in accordance with significant preference, select someone/someth. for oneself, w. simple acc.
    w. acc. of pers. (Jo 2:16; Bar 3:27; 1 Macc 10:32; Jos., Ant. 7, 372 God chooses Solomon; Just., D. 17, 1 ἄνδρας; Mel., P. 83 [Bodm.] σέ): Mk 13:20; J 13:18; 15:16; GEb 19, 85 and 34, 60. Jesus 1 Cl 64. The twelve J 6:70; PtK 3 p. 15, 17. The apostles Ac 1:2; B 5:9. Stephen Ac 6:5. A faithful slave Hs 5, 2, 2. Of God: the ancestors (as God’s own) Ac 13:17 (oft. LXX, cp. Dt 4:37; 10:15).
    w. acc. of thing (X., Mem. 1, 6, 14; Pla., Leg. 2, 670d, Tim. p. 24c; Demosth. 18, 261 et al.; PMagd 29, 4 [III B.C.]=PEnteux 66, 4 τ. βέλτιστον τόπον; Is 40:20; 1 Macc 7:37; 2 Ch 35:19d; Jos., Bell. 2, 149 τόπους; Just., A I, 43, 7 τὰ καλά; Hippol., Ref. 5, 9, 20): B 21:1; good part Lk 10:42; places of honor 14:7; a good place Hv 3, 1, 3; a fast B 3:1, 3 (Is 58:5f).
    w. indication of the purpose for which the choice is made:
    α. εἴς τι for someth. (Ps 32:12; Just., D. 67, 2 ἐκλεγήναι εἰς Χριστόν) eternal life Hv 4, 3, 5. εἰς τὸ ἱερατεύειν to be priest 1 Cl 43:4.
    β. w. ἵνα foll. 1 Cor 1:27f.
    γ. w. inf. foll. (1 Ch 15:2; 28:5; 1 Esdr 5:1) ἐξελέξατο ἡμᾶς εἶναι ἡμᾶς ἁγίους he has chosen us that we might be holy Eph 1:4. Without obj. ἐν ὑμῖν ἐξελέξατο ὁ θεὸς διὰ τοῦ στόματός μου ἀκοῦσαι in your presence God chose that (they) were to hear through my mouth Ac 15:7. W. ellipsis of the inf. ἐξελέξατο τοὺς πτωχοὺς (sc. εἶναι) πλουσίους (God) chose the poor that they might be rich Js 2:5.
    δ. abs.: ἐκλελεγμένος chosen of Jesus, as God’s child Lk 9:35 (cp. ὸ̔ν ὁ πατὴρ … ἐξελέξατο διὰ λόγου εἰς ἐπίγνωσιν αὐτοῦ Iren. 1, 15, 3 [Harv. I 150, 6]; ἀγαπητός is found in the parallels Mt 17:5; Mk 9:7, and in Lk as v.l.; it = ἐκλελεγμένος also Vett. Val. 17, 2). Of Christians 1 Cl 50:7; cp. Pol 1:1. Of the church IEph ins.
    gather in a crop, gather ἐξ ἀκανθῶν ἐκλέγονται σῦκα Lk 6:44 D; s. συλλέγω.—HRowley, The Biblical Doctrine of Election, ’50.—DELG s.v. λέγω. M-M s.v. ἐκλέγω. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἐκλέγομαι

  • 4 ἐκλελεγμένος

    ἐκλελεγμένος s. ἐκλέγομαι.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἐκλελεγμένος

  • 5 ἐκλογή

    ἐκλογή, ῆς, ἡ (ἐκ + λέγω)
    a special choice, selection, choice, election act. sense (s. ἐκλέγομαι 2; Pla., Rep. 3, 414a; PTebt 5, 166 [118 B.C.]; POxy 496, 15; BGU 1158, 13; Mitt-Wilck. II/2, 234; al. pap; PsSol 9:4; EpArist 33; Jos., Bell. 2, 165, Ant. 8, 24; Just., Mel.) σκεῦος ἐκλογῆς (Hebraistic= ς. ἐκλεκτόν) a chosen instrument Ac 9:15. Esp. of God’s selection of Christians 2 Pt 1:10; 1 Th 1:4. κατʼ ἐκλογήν (Polyb. 6, 10, 9; Alciphron 2, 36, 1; Just., D. 49, 1. The expression is capable of various interpretations, either=‘by choice’ as Apollon. Rhod. 2, 16b or adjectivally, as Diod S 13, 72, 4 ὁπλῖται κατʼ ἐκλογήν=picked, select, crack hoplites): κατʼ ἐκλογὴν χάριτος acc. to selection out of generosity = selected out of generosity or by grace Ro 11:5. ἡ κατʼ ἐ. πρόθεσις τ. θεοῦ the purpose of God which operates by selection 9:11. κατὰ τὴν ἐ. ἀγαπητοί as far as (their) selection or election (by God) is concerned, beloved 11:28 (cp. Dt 7:7 κύριος … ἐξελέξατο ὑμᾶς). μαρτύριον ἐκλογῆς Dg 4:4. ἐκλογὰς ποιεῖν ἀπό τινων make a selection from among some people MPol 20:1 (cp. Antig. Car. 26 ποιεῖσθαι τ. ἐκλογὴν ἔκ τινος=make a selection from).
    that which is chosen/selected, pass. sense (Polyb. 1, 47, 9 ἡ ἐ. τῶν ἀνδρῶν; Athen. 14 p. 663c; Phryn. 1; Philo, Spec. Leg. 4, 157) of pers. those selected (ἐκλογή collect.) Ro 11:7; 1 Cl 29:1.—AvHarnack, TU 42, 4, 1918 app.: Z. Terminologie der Wiedergeburt usw.—DELG s.v. λέγω B2a. M-M. TW. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἐκλογή

См. также в других словарях:

  • εκλέγομαι — εκλέγομαι, εκλέχτηκα και εκλέχθηκα, εκλεγμένος βλ. πίν. 140 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἐκλέγομαι — ἐκλέγω pick pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοβγαίνω — Ν (αμτβ.) 1. εξέρχομαι, βγαίνω κάπου για πρώτη φορά («πότε πρωτοβγήκε από το σπίτι ο μικρός;») 2. (για καρπούς, προϊόντα) παράγομαι ή εκτίθεμαι για πώληση για πρώτη φορά 3. (για λόγο) κοινολογούμαι, διαδίδομαι ως φήμη για πρώτη φορά 4. (για… …   Dictionary of Greek

  • αιρώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * αἱρῶ ( έω) (AM) Ι. ενεργ. 1. παίρνω, αρπάζω 2. απομακρύνω, αφαιρώ 3.… …   Dictionary of Greek

  • ενίστημι — (AM ἐνίστημι) [ίστημι] 1. (μτχ. παρακμ.) ενεστώς, ώσα. ώς ο παρών, ο τρέχων, ο διανυόμενος 2. (μτχ. παρακμ. ως ουσ.) γραμμ. ενεστώς* νεοελλ. μέσ. 1. ενίσταμαι υποβάλλω ένσταση, εναντιώνομαι, αντιτίθεμαι, αντιτάσσομαι 2. (δικαν. όρος) «ενίσταμαι… …   Dictionary of Greek

  • εφαιρώ — ἐφαιρῶ, έω (Α) 1. εκτείνομαι, ξαπλώνω πάνω σε κάτι («ἐπὶ χλόος εἷλε παρειάς», Απόλλ. Ροδ.) 2. μέσ. ἐφαιροῡμαι, έομαι εκλέγω κάποιον για να διαδεχθεί κάποιον άλλο 3. παθ. εκλέγομαι ή διορίζομαι διάδοχος κάποιου άλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αἱρῶ] …   Dictionary of Greek

  • λαγχάνω — και λαχαίνω (AM λαγχάνω, Μ και λαχάνω) περιέρχομαι σε κάποιον με κλήρο, πέφτω στον κλήρο (α. «πάλι τού λαχε ο πρώτος αριθμός» β. «τὴν πρὸς Νότον λαχεῑν φασι Δευκαλίωνι», Στράβ.) νεοελλ. παροιμ. «εμείς οι Βλάχοι όπως λάχει» λέγεται για τους… …   Dictionary of Greek

  • παλιναίρετος — παλιναίρετος, ον (Α) 1. (για δημόσιο άρχοντα) αυτός που καθαιρέθηκε και εκλέχθηκε πάλι 2. (για οικοδόμημα) αυτός που γκρεμίστηκε και οικοδομήθηκε εκ νέου 3. (κατά το λεξ. Τίμ.) «παλιναίρετα... γεγονότα καὶ διεφθαρμένα φευκτά, ἔκβλητα, τὸ ἐναντίον …   Dictionary of Greek

  • πανεκλελεγμένος — η, ον, Μ πολύ εκλεκτός. επίρρ... πανεκλελεγμένως Μ με πολύ εκλεκτό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἐκλελεγμένος, μτχ. παρακμ. τού ἐκλέγομαι] …   Dictionary of Greek

  • πραιποσιτεύω — Α [πραιπόσιτος] 1. ασκώ την αρχή τού πραιπόσιτου 2. μέσ. πραιποσιτεύομαι εκλέγομαι ή διορίζομαι πραιπόσιτος …   Dictionary of Greek

  • προαναιρώ — έω, Α 1. αφαιρώ κάτι εκ τών προτέρων, αφανίζω από πριν 2. φονεύω προηγουμένως («προαναιρεῑν ἀδελφὸν φαρμάκοις», Ιώσ.) 3. αναιρώ, ανασκευάζω εκ τών προτέρων 4. μέσ. προαναιροῡμαι, έομαι συλλαμβάνω κάτι πρώτος 5. παθ. εκλέγομαι προηγουμένως.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»