Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐκκρίματα

См. также в других словарях:

  • ἐκκρίματα — ἔκκριμα secretion neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έξοδος — Το δεύτερο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, το οποίο αφηγείται την Έξοδο των Εβραίων από την Αίγυπτο ύστερα από αιώνες δουλείας. Τα γεγονότα που αναφέρει η Έ. διαδραματίστηκαν, σύμφωνα με τους υπολογισμούς των ειδικών μελετητών, περίπου τον 13o αι. π …   Dictionary of Greek

  • ανοσία — Γενικά σημαίνει την έμφυτη ή επίκτητη ιδιότητα του οργανισμού να μην παρουσιάζει διαταραχές, όταν έρχεται σε επαφή με παθογόνους παράγοντες που κανονικά έχουν βλαβερή επίδραση· ειδικότερα όμως με τον όρο α. εννοείται η κατάσταση κατά την οποία o… …   Dictionary of Greek

  • αποβήσσω — ἀποβήσσω (Α) βήχω για ν αποβάλω εκκρίματα …   Dictionary of Greek

  • βδέλλα — (hirudo). Δακτυλιοσκώληκας της τάξης των γναθοβδελλομόρφων, γνωστός και ως β. η ιατρική. Ζει κυρίως στα στάσιμα γλυκά νερά και είναι το τυπικό παράδειγμα του παρασιτικού απομυζητικού οργανισμού. Το πρασινωπό σώμα της είναι κυλινδρικό, μαλακό,… …   Dictionary of Greek

  • εκφορούμαι — (I) ( έομαι) (ανατομ.) (για εκκρίματα) διοχετεύομαι από τους εκφορητικούς* πόρους. (II) ἐκφοροῡμαι ( όομαι) (Α) παθ. (για πέτρες) γίνομαι πορώδης, αποκτώ τρύπες, γίνομαι εύτριπτος* …   Dictionary of Greek

  • ελασματοβράγχια — Υφομοταξία αμφιπλευροσυμμετρικών μαλακίων, με ατροφική ή χωρίς καθόλου κεφαλή. Η ονομασία τους οφείλεται στην παρουσία δύο φυλλοειδών βραγχίων, τα οποία αποτελούνται από ελασματοειδή βραγχιακά ινίδια. Τα ε. λέγονται και πελεκύποδα, γιατί το πόδι… …   Dictionary of Greek

  • ενδοκρινικός — ή, ό ο σχετικός με τους ενδοκρινείς αδένες, τα εκκρίματα, τις παθήσεις και τις θεραπείες τους …   Dictionary of Greek

  • επιδερμίδα — Το εξωτερικό κάλυμμα του δέρματος των ζώων και του ανθρώπου που αναπτύσσεται από το εξωτερικό εμβρυϊκό βλαστικό σέρμα, το αποκαλούμενο εξώδερμα. Τα εκκρίματα της μονοστρωματικής ε. των ασπονδύλων σχηματίζουν, εξαιτίας της στερεοποίησής τους στον… …   Dictionary of Greek

  • κολπίτιδα — Φλεγμονή του κόλπου, που οφείλεται σε τραυματικές, φυσικές, χημικές αιτίες, σε λοίμωξη (από μύκητες, τριχομονάδες κλπ.) ή σε ανεπάρκεια οιστρογόνων (ατροφική κ. μετά την εμμηνόπαυση). Μπορεί να επεκταθεί σε τραχηλίτιδα, σαλπιγγίτιδα ή φλεγμονή… …   Dictionary of Greek

  • λοχιομήτρα — και λοχιόμητρα και λοχειόμητρα, η η κατακράτηση λοχίων στη μητρική κοιλότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόχια «μητρικά εκκρίματα κατά τη διάρκεια τού τοκετού» (ουδ. πληθ. τού λόχιος*) + μήτρα] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»