-
1 εκκολάψαντας
-
2 ἐκκολάψαντας
См. также в других словарях:
ἐκκολάψαντας — ἐκκολάπτω erase aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εκκολάψαντας
2 ἐκκολάψαντας
ἐκκολάψαντας — ἐκκολάπτω erase aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)