-
41 ἐκκολαφθεῖσαν
-
42 εκκολάπτειν
-
43 ἐκκολάπτειν
-
44 εκκολάπτεται
-
45 ἐκκολάπτεται
-
46 εκκολάπτονται
-
47 ἐκκολάπτονται
-
48 εκκολάπτων
-
49 ἐκκολάπτων
-
50 εκκολάψαντας
-
51 ἐκκολάψαντας
-
52 εκκολάψαντες
-
53 ἐκκολάψαντες
-
54 εκκολάψας
-
55 ἐκκολάψας
-
56 εκκόλαψον
-
57 ἐκκόλαψον
-
58 εξεκεκόλαπτο
-
59 ἐξεκεκόλαπτο
-
60 εξεκολάφθη
См. также в других словарях:
εκκολάπτω — (AM ἐκκολάπτω) (για πουλιά) προκαλώ την έξοδο τών νεοσσών από τα αβγά νεοελλ. 1. ( ομαι) (για πρόσωπα) προγυμνάζομαι, διαμορφώνομαι 2. (για κακές πράξεις) ωριμάζω και εμφανίζομαι, συντελούμαι … Dictionary of Greek
εκκολάπτω — εκκόλαψα, εκκολάφτηκα, μτβ. 1. σπάζω το αβγό για να βγει ο νεοσσός, ξεκλωσώ, βγάζω πουλιά. 2. το μέσ., εκκολάπτομαι, α. (για πτηνά και ψάρια), βγαίνω από το αβγό. β. (για πρόσωπα), μτφ., ασκούμαι, προγυμνάζομαι, διαμορφώνομαι: Στα πανεπιστήμια… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐκκεκολαμμένα — ἐκκολάπτω erase perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐκκεκολαμμένᾱ , ἐκκολάπτω erase perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐκκεκολαμμένᾱ , ἐκκολάπτω erase perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκεκολαμμένον — ἐκκολάπτω erase perf part mp masc acc sg ἐκκολάπτω erase perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκολάπτει — ἐκκολάπτω erase pres ind mp 2nd sg ἐκκολάπτω erase pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκολάπτουσι — ἐκκολάπτω erase pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐκκολάπτω erase pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκολάπτουσιν — ἐκκολάπτω erase pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐκκολάπτω erase pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξεκόλαπτον — ἐκκολάπτω erase imperf ind act 3rd pl ἐκκολάπτω erase imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκεκολαμμένη — ἐκκολάπτω erase perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκεκολαμμένος — ἐκκολάπτω erase perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκεκολαμμένου — ἐκκολάπτω erase perf part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)