-
1 εκκειμένως
ἔκκειμαιto be cast out: perf part mp masc acc pl (doric)ἔκκειμαιto be cast out: pres part mp masc acc pl (doric)ἐκκειμένωςopenly: indeclform (adverb) -
2 ἐκκειμένως
ἔκκειμαιto be cast out: perf part mp masc acc pl (doric)ἔκκειμαιto be cast out: pres part mp masc acc pl (doric)ἐκκειμένωςopenly: indeclform (adverb) -
3 ἐκκειμένως
ἐκκειμένως, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκκειμένως
См. также в других словарях:
ἐκκειμένως — ἔκκειμαι to be cast out perf part mp masc acc pl (doric) ἔκκειμαι to be cast out pres part mp masc acc pl (doric) ἐκκειμένως openly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκκειμένως — επίρρ. βλ. έκκειμαι … Dictionary of Greek
έκκειμαι — (AM ἔκκειμαι) Ι. είμαι ανηρτημένος για να μπορεί να μέ διαβάζει το κοινό («έκκειται το πινάκιον») αρχ. μσν. πέφτω έξω, βρίσκομαι έξω αρχ. 1. επιδεικνύω 2. προβάλλω, φαίνομαι έξω από κάτι 3. (για μέλη τού σώματος) είμαι ακάλυπτος, γυμνός 4. είμαι… … Dictionary of Greek