-
1 εκκαθαρίζει
-
2 ἐκκαθαρίζει
См. также в других словарях:
ἐκκαθαρίζει — ἐκκαθαρίζω pres ind mp 2nd sg ἐκκαθαρίζω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εκκαθαρίζει
2 ἐκκαθαρίζει
ἐκκαθαρίζει — ἐκκαθαρίζω pres ind mp 2nd sg ἐκκαθαρίζω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)