-
1 εκθρωσκω
(fut. ἐκθοροῦμαι, aor. 2 ἐξέθορον)1) выпрыгивать, выскакивать(ἔξω τινός Hom. и τινός Hom., Aesch., редко τι Anth.)
ἐκθορεῖν πρὸ φόωσδε HH. - in tmesi — родиться на свет;ἀπὸ τοῦ ὕπνου ἐκθορεῖν Luc. — пробудиться от сна2) устремляться, бросатьсяἀντίος ἐξέθορε Hom. — он бросился навстречу:
χθονὸς ἐκθορεῖν Soph. — бежать прочь из страны -
2 ἐκθρῴσκω
A leap out of,c.gen.,ἔκθορε δίφρου Il.16.427
; , cf. 23.353;ἐ.ναῶν A.Pers. 457
; κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρῴσκει, of the violent beating of the heart, 11.10.95 : abs., leap forth,Ἀπόλλων ἀντίος ἐξέθορε 21.539
, cf. Corn.ND19 : rarely c.acc.,δίκτυον ἐ. AP9.371
; start up,ἀπὸ τοῦ ὕπνου Luc.DMar.2.3
; come from the womb, to be born, h.Ap. 119.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκθρῴσκω
-
3 ἐκθρώσκω
ἐκ - θρώσκω, aor. ἐξέθορε, ἔκθορε: spring or leap forth.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐκθρώσκω
-
4 ἐκθρώσκω
ἐκ-θρώσκω, heraus-, hervorspringen; κραδίη ἔξω στηϑέων ἐκϑρώσκει, es springt das Herz aus der Brust, schlägt heftig; ἐμᾶς χϑονὸς ἔκϑορε, eile aus dem Lande; auch mit dem accus., δίκτυον, aus dem Netz. Aus dem Schoß der Mutter, zur Welt kommen -
5 εκθορειν
-
6 εξεθορον
-
7 ἐκ-θόρνυμαι
ἐκ-θόρνυμαι, = ἐκϑρώσκω, Sp., wie M. Anton. 8, 51.
-
8 προσεκθρωσκω
-
9 ἐκθορέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκθορέω
-
10 ἐκθόρνυμαι
ἐκθόρνῠμαι, later (unless read forGreek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκθόρνυμαι
См. также в других словарях:
εκθρώσκω — ἐκθρῴσκω (Α) 1. πηδώ, πετιέμαι έξω 2. εξορμώ 3. (για την καρδιά) χτυπώ δυνατά 4. φεύγω γρήγορα 5. ξυπνώ 6. (για βρέφος) γεννιέμαι … Dictionary of Greek
διεκθρώσκω — διεκθρῴσκω (Α) [εκθρῴσκω] πηδώ ανάμεσα από κάτι … Dictionary of Greek
εκθορώ — ἐκθορῶ ( έω) (Α) εκθρώσκω … Dictionary of Greek
εκθόρνυμι — ἐκθόρνυμι (Α) εκθρώσκω … Dictionary of Greek
θρώσκω — θρῴσκω και θρώσκω (Α) 1. πηδώ 2. (για βέλη) πετώ 3. (για κουκιά ή ρεβίθια κατά το λίχνισμα) πηδώ επάνω, αναπηδώ 4. κινούμαι ξαφνικά εναντίον κάποιου, προσβάλλω, εφορμώ 5. (για νόσο) προσβάλλω 6. τρέχω, ορμώ, σπεύδω 7. οχεύω 8. (η μτχ. αρσ. ως… … Dictionary of Greek
προεκθρώσκω — ΜΑ πετιέμαι έξω, ξεπηδώ προηγουμένως («φυτὰ προεκθορόντα εἰς γέννησιν», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκθρῴσκω «πετιέμαι έξω, εξορμώ»] … Dictionary of Greek
προσεκθρώσκω — Α κάνω κάποιον ή κάτι να εκπηδήσει επί πλέον («υἱὸν ἔχειν βουλόμενος καὶ τὸ τῶν γυναικῶν γένος μισῶν, πέτρᾳ τινὶ προσεξέθορεν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐκθρῴσκω «πηδώ, εξορμώ»] … Dictionary of Greek
συνεκθρώσκω — Μ πετιέμαι έξω, εξορμώ μαζί με άλλους («συνεξέθορον ἔνοπλοι», Αλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκθρῴσκω «πηδώ, πετιέμαι εξω»] … Dictionary of Greek