Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐκθλίψῃ

  • 1 εκθλίψη

    ἐκθλίψηι, ἔκθλιψις
    squeezing out: fem dat sg (epic)
    ἐκθλί̱ψῃ, ἐκθλίβω
    squeeze out: aor subj mid 2nd sg
    ἐκθλί̱ψῃ, ἐκθλίβω
    squeeze out: aor subj act 3rd sg
    ἐκθλί̱ψῃ, ἐκθλίβω
    squeeze out: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > εκθλίψη

  • 2 ἐκθλίψῃ

    ἐκθλίψηι, ἔκθλιψις
    squeezing out: fem dat sg (epic)
    ἐκθλί̱ψῃ, ἐκθλίβω
    squeeze out: aor subj mid 2nd sg
    ἐκθλί̱ψῃ, ἐκθλίβω
    squeeze out: aor subj act 3rd sg
    ἐκθλί̱ψῃ, ἐκθλίβω
    squeeze out: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > ἐκθλίψῃ

См. также в других словарях:

  • έκθλιψη — η 1. (για καρπούς), στίψιμο, ξεζούμισμα: Έκθλιψη σταφυλιών. 2. (γραμμ.), αποβολή του τελικού φωνήεντος λέξης πριν από το αρχικό φωνήεν της επόμενης: Στη φράση «απ άκρη» έπαθε έκθλιψη το ο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έκθλιψη — η (AM ἔκθλιψις) 1. εξαγωγή, αφαίρεση χυμού με συμπίεση 2. αποβολή τελικού φθόγγου ή διφθόγγου που σημειώνεται με απόστροφο όταν η επόμενη λέξη αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο νεοελλ. ειδική μέθοδος εξαγωγής τών αιθέριων ελαίων αρχ. κατάθλιψη, θλίψη …   Dictionary of Greek

  • ἐκθλίψῃ — ἐκθλίψηι , ἔκθλιψις squeezing out fem dat sg (epic) ἐκθλί̱ψῃ , ἐκθλίβω squeeze out aor subj mid 2nd sg ἐκθλί̱ψῃ , ἐκθλίβω squeeze out aor subj act 3rd sg ἐκθλί̱ψῃ , ἐκθλίβω squeeze out fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοτονικό — Όπως είναι γνωστό, η ελληνική πολιτεία καθιέρωσε το 1982 στη γραφή της νέας ελληνική γλώσσας το μονοτονικό σύστημα, τη χρήση δηλαδή μόνο της οξείας ως συμβόλου που υποδεικνύει τη συλλαβή που τονίζεται. Η απόφαση αυτή στηρίζεται στην ιστορία της… …   Dictionary of Greek

  • ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… …   Dictionary of Greek

  • ζάχαρη — Κοινή ονομασία για τη σακχαρόζη, οργανική ένωση του τύπου C12Η22Ο12 που υπάρχει άφθονη στο ζαχαροκάλαμο και στα τεύτλα, από τα οποία γίνεται η βιομηχανική παρασκευή της. Είναι ένας δισακχαρίτης ο οποίος σχηματίζεται από ένα μόριο γλυκόζης και ένα …   Dictionary of Greek

  • αγουρέλαιο — και αγουρόλαδο, το (το «ὀμφάκινον ἔλαιον» των αρχαίων) (Τροφ. Τεχνολ.) πρόσφατο ελαιόλαδο, καλής συνήθως ποιότητας, με ευχάριστη χαρακτηριστική οσμή ελιάς. Λαμβάνεται με έκθλιψη τών καρπών τής ελιάς, που συλλέγονται πριν ωριμάσουν τελείως. Η ίδια …   Dictionary of Greek

  • αντι- — (AM ἀντι ) (< πρόθ. αντί). Κατά τη σύνθεση, η πρόθεση αντί προ φωνήεντος εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη του ι ως αντ είτε, αφομοιωτικά, ως ανθ , όταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται, μολονότι σε νεώτερα ιδίως σύνθετα ή και σε αρχαία από… …   Dictionary of Greek

  • αυτο- — [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με ιδιαίτερη επίδοση στη μεθομηρική και όψιμη Ελληνική καθώς και στη Νεοελληνική. Κατά τη σύνθεση, ο τ. εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη… …   Dictionary of Greek

  • κρανία — Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των κορνιδών, η επιστημονική ονομασία του οποίου είναι Cornus sanguineα. Πρόκειται για φυλλοβόλο θάμνο, ύψους έως 3 μ., με κοκκινωπά κλαδιά και απλά, αντίθετα, ωοειδή, ακέραια και ελλειψοειδή φύλλα, με μικρό… …   Dictionary of Greek

  • κρανιά — Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των κορνιδών, η επιστημονική ονομασία του οποίου είναι Cornus sanguineα. Πρόκειται για φυλλοβόλο θάμνο, ύψους έως 3 μ., με κοκκινωπά κλαδιά και απλά, αντίθετα, ωοειδή, ακέραια και ελλειψοειδή φύλλα, με μικρό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»