-
1 εκθλίψεως
-
2 ἐκθλίψεως
См. также в других словарях:
ἐκθλίψεως — ἐκθλίψεω̆ς , ἔκθλιψις squeezing out fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εκθλίψεως
2 ἐκθλίψεως
ἐκθλίψεως — ἐκθλίψεω̆ς , ἔκθλιψις squeezing out fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)