Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐκθαυμάζω

См. также в других словарях:

  • εκθαυμάζω — ἐκθαυμάζω (AM) θαυμάζω πάρα πολύ …   Dictionary of Greek

  • ἐκθαυμάσει — ἐκθαυμάζω aor subj act 3rd sg (epic) ἐκθαυμάζω fut ind mid 2nd sg ἐκθαυμάζω fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκθαυμάζον — ἐκθαυμάζω pres part act masc voc sg ἐκθαυμάζω pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκθαυμάσεις — ἐκθαυμάζω aor subj act 2nd sg (epic) ἐκθαυμάζω fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκθαυμάζοιεν — ἐκθαυμάζω pres opt act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκθαυμάζοντος — ἐκθαυμάζω pres part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκθαυμάζουσα — ἐκθαυμάζω pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκθαυμάζων — ἐκθαυμάζω pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκθαυμάσαι — ἐκθαυμά̱σᾱͅ , ἐκθαυμάζω fut part act fem dat sg (doric) ἐκθαυμάζω aor inf act ἐκθαυμάσαῑ , ἐκθαυμάζω aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκθαυμάσας — ἐκθαυμά̱σᾱς , ἐκθαυμάζω fut part act fem acc pl (doric) ἐκθαυμά̱σᾱς , ἐκθαυμάζω fut part act fem gen sg (doric) ἐκθαυμάσᾱς , ἐκθαυμάζω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυμάζω — και θαμάζω (AM θαυμάζω, Α ιων. τ. θωμάζω) 1. βλέπω κάτι με θαυμασμό, με ευχαρίστηση και έκπληξη (α. «και τους ναούς σου θαύμασα, τών Κελτών ιερά πόλις», Κάλβ β. «τύχη θαυμάσαι μέν ἀξία», Σοφ.) 2. μένω έκθαμβος, μένω κατάπληκτος, εκπλήσσομαι (α.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»