Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐκθέτης

См. также в других словарях:

  • ἐκθέτης — balcony masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκθέτης — Ο αριθμός που σημειώνεται δεξιά και πάνω από άλλον αριθμό και δείχνει σε ποια δύναμη πρέπει να υψωθεί. Π.χ. αν = β, εκθέτης ο ν, ή 23 = 8, εκθέτης είναι ο αριθμός 3. * * * ο (θηλ. εκθέτις και εκθέτρια) (Α ἐκθέτης) νεοελλ. 1. αυτός που συμμετέχει… …   Dictionary of Greek

  • εκθέτης — ο θηλ. τρια 1. αυτός που συμμετέχει σε οργανωμένη έκθεση (καλλιτεχνική, βιομηχανική κτλ.). 2. (μαθ.), αριθμός, γράμμα ή σημείο που γράφεται δεξιά και πάνω από άλλο αριθμό και εκφράζει τη δύναμη, στην οποία υψώνεται αυτός ο αριθμός (π.χ. 82, όπου… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αριθμητική — Ο κλάδος των μαθηματικών που μελετά τους φυσικούς αριθμούς: 1, 2, 3, 4... Η ενασχόληση με τους φυσικούς αριθμούς είναι τόσο παλιά όσο και ο άνθρωπος, η α. όμως ως επιστήμη είναι σχετικά νέα. Ως θεμελιωτής της α. μπορεί να θεωρηθεί o Πυθαγόρας,… …   Dictionary of Greek

  • άλγεβρα — Ευρύτατος κύκλος επιστημονικών γνώσεων που ανάγονται στα μαθηματικά. Όρος με τον οποίο σήμερα χαρακτηρίζεται ο εκτενής εκείνος κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τη σπουδή των συστημάτων με σχέσεις και πράξεις. Πρόκειται για συστήματα που… …   Dictionary of Greek

  • εξίσωση — Κάθε προτασιακός τύπος της μορφής φ(x) = ψ(x), όπου φ και ψ συμβολίζουν συναρτήσεις της αυτής μεταβλητής x, ενώ οι τιμές τους ανήκουν στο ίδιο σύνολο, έστω Σ. Το σύμβολο x ονομάζεται: ο άγνωστος της ε. Αν Ε είναι το σύνολο που διατρέχει η… …   Dictionary of Greek

  • λογάριθμος — Μαθηματική έννοια σχετική με τον εκθέτη δυνάμεως. Αν β είναι ένας θετικός αριθμός και α επίσης θετικός αριθμός, διάφορος του 1, αποδεικνύεται ότι υπάρχει ένας (και μόνον ένας) πραγματικός αριθμός y, τέτοιος ώστε να ισχύει: αy = β. Αυτός ο y… …   Dictionary of Greek

  • πολυώνυμος — η, ο / πολυώνυμος, ον, και ποιητ. τ. πουλυώνυμος, ΝΑ 1. αυτός που έχει πολλά ονόματα 2. αυτός που έχει μεγάλο όνομα, φήμη, ονομαστός, περίφημος νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το πολυώνυμο α) μαθημ. αλγεβρική παράσταση που σχηματίζεται από σταθερές… …   Dictionary of Greek

  • τάνυσμα — Ένα τ. με ν δείκτες εναλλαγής συνδυασμένο με τα διανύσματα του τακτικού χώρου, είναι μία συνάρτηση Τ η οποία σε κάθε διατεταγμένη νιάδα διανυσμάτων v1, v2, ..., νν συνδυάζει έναν πραγματικό αριθμό Τ (v1, v2, ..., vν) κατά τρόπο, ώστε να υφίσταται …   Dictionary of Greek

  • ἐκθέτου — ἔκθετος sent out of the house masc/fem/neut gen sg ἐκθέτης balcony masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»