-
1 ἐκζεστός
ἐκ-ζεστός, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκζεστός
-
2 εκζεστόν
-
3 ἐκζεστόν
-
4 ἐκ-ζέννῡμι
ἐκ-ζέννῡμι, = ἐκζέω, aussieden, Sp.; ἐκζεστός, abgekocht, gesotten, Diphil. bei Ath. IX, 371 a.
-
5 εκζεστοί
-
6 ἐκζεστοί
-
7 εκζεστούς
-
8 ἐκζεστούς
-
9 εκζεστών
-
10 ἐκζεστῶν
-
11 εκζεστά
-
12 ἐκζεστά
-
13 ἐκζέννῡμι
ἐκ-ζέννῡμι, aussieden; ἐκζεστός, abgekocht, gesotten
См. также в других словарях:
εκζεστός — ἐκζεστός, ή, όν (AM) βραστός αρχ. (για αβγά) ο βρασμένος ώστε να γίνει σφιχτός … Dictionary of Greek
ἐκζεστόν — ἐκζεστός boiled masc/fem acc sg ἐκζεστός boiled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκζεστοί — ἐκζεστός boiled masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκζεστούς — ἐκζεστός boiled masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκζεστά — ἐκζεστός boiled neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκζεστῶν — ἐκζεστός boiled masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)