Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐκζεστός

См. также в других словарях:

  • εκζεστός — ἐκζεστός, ή, όν (AM) βραστός αρχ. (για αβγά) ο βρασμένος ώστε να γίνει σφιχτός …   Dictionary of Greek

  • ἐκζεστόν — ἐκζεστός boiled masc/fem acc sg ἐκζεστός boiled neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκζεστοί — ἐκζεστός boiled masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκζεστούς — ἐκζεστός boiled masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκζεστά — ἐκζεστός boiled neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκζεστῶν — ἐκζεστός boiled masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»