-
1 εκειθεν
эп.-поэт. κεῖθεν, дор. τηνῶθεν adv.1) оттуда, из того места, с той стороны Soph., Arph.ὁ ἐ. ἄγγελος ἤγγελλε Plat. — явившийся оттуда вестник сообщил;
μέ ἐ. ναυτικὸν ἐᾶσαι ἐπελθεῖν Thuc. — не пропустить оттуда флот;ἀπὸ τῶν ἐ. τόπων Arst. — из тех мест2) (= ἐκεῖ См. εκει) тамἕζονθ΄ ὃ μὲν τὸ κεῖθεν, ὃ δὲ τὸ κεῖθεν Eur. — они сели - один там, другой здесь;
ἐκεῖ ἐστι … Isae. — там (в законе) написано (что …)3) (= ἐκεῖσε См. εκεισε) тудаβῆναι κεῖθεν ὃθεν περ ἥκει Soph. — вернуться туда, откуда пришел
4) с (э)того времениκεῖθεν αὐτὸς ἐγώ φράσομαι ἔργον τε ἔπος τε Hom. — отныне и дело, и слово будут за мной
5) отсюда, в силу этогоδῆλον ἐ. Isocr., Plut. — это явствует из следующего
См. также в других словарях:
ένθεν — (AM ἔνθεν) επίρρ. (δεικτ.) 1. (για τόπο) από εκεί, απ αυτό το μέρος («τοὺς δ ἔνθεν ἀναστήσας ἄγεν ἥρως», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. α) «ἔνθεν καὶ ἔνθεν» απ’ εδώ κι απ εκεί («ἔνθεν και ἔνθεν ἐπορεύοντο οί ὁπλοφόροι», Ξεν.) β) «ἔνθεν κἀκεῑθεν» απ εδώ και απ… … Dictionary of Greek
Ίδηθεν — Ἴδηθεν (Α) επίρρ. από την Ίδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ίδη + κατάλ. θεν που δηλώνει την από τόπου κίνηση (πρβλ. εκεί θεν, έσω θεν)] … Dictionary of Greek
έξωθεν — (AM ἔξωθεν) επίρρ. αυτός που έρχεται ή προέρχεται από έξω («ο έξωθεν κίνδυνος») μσν. νεοελλ. φρ. «ή έξωθεν καλή μαρτυρία» (κυρίως για κληρικούς) η εκτίμηση τής κοινής γνώμης, η υπόληψη τού κόσμου αρχ. μσν. 1. έξω (α. «ἄς ἔλθωσιν οἱ ἅπαντες ἔξωθεν … Dictionary of Greek
έσωθεν — (ΑΜ ἔσωθεν, Α σπαν. και ἔσωθε και μόνο στον Ιπποκρ. εἴσωθεν) επίρρ. 1. από μέσα («ακούεται φωνή έσωθεν») νεοελλ. από το εσωτερικό μέρος, από την εσωτερική όψη («ο μανδύας είναι επενδεδυμένος έσωθεν διά δέρματος») μσν. 1. στα σωθικά, μέσα στην… … Dictionary of Greek
ετέρωθεν — και ετέρωθε (ΑΜ ἑτέρωθεν) επίρρ. από το άλλο μέρος, από την άλλη μεριά, από την άλλη πλευρά αρχ. 1. στην άλλη μεριά, απέναντι 2. από άλλον τόπο, από άλλο μέρος («ἑτέρωθεν εἰσπράξασθαι», Πλάτ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + επίθ. θεν, που δηλώνει… … Dictionary of Greek
ηερόθεν — ἠερόθεν (Α) επίρρ. (ιων. και επικ. τ. τού ἀερόθεν) από τον αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο , ιων. τ. τού αερο (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν. ηερ ος) + κατάλ. θεν, δηλωτική τής προελεύσεως ή τής από τόπου κινήσεως (πρβλ. εκεί θεν, οίκο θεν)] … Dictionary of Greek
όθεν — και όθε και όθενε (ΑΜ ὅθεν) επίρρ. 1. (αναφ.) από εκεί όπου, απ όπου, από όποιο μέρος, από όποιο πράγμα ή πρόσωπο ή χρόνο («ὑπὸ πλατανίσκῳ ὅθεν ῥέεν ἀγλαὸν ὕδωρ», Ομ. Ιλ.) 2. (τοπικό) (αντί τού ὄθι) όπου («ἐξ Ἀλύβης, ὅθεν ἀργύρου ἐστὶ γενέθλη»,… … Dictionary of Greek
κήνοθεν — (Α) [κήνος] επίρρ. εκείθεν, από εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆνος + επιρρμ. κατάλ. θεν, που δηλώνει την από τόπου κίνηση (πρβλ. άλλο θεν, ένδο θεν)] … Dictionary of Greek
τόθεν — Α επίρρ. (ποιητ. τ.) 1. (ως απόκριση στο ερωτ. πόθεν και στο αναφ. ὅθεν) από εκεί 2. όθεν («τόθεν οὐκ ἔστιν ὑπὲρ θνατὸν ἀλύξαντα φυγεῑν», Αισχύλ.) 3. έκτοτε 4. εκ τούτου, γι αυτό («Δρεπάνη πόθεν ἐκλήϊσται», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. έχει… … Dictionary of Greek
τουτόθεν — Α επίρρ. από εκεί, από αυτό το μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοῦτο + επιρρμ. κατάλ. θεν / θε*] … Dictionary of Greek