-
1 εκεράισε
-
2 ἐκεράισε
См. также в других словарях:
ἐκεράισε — κεραίζω ravage aor ind act 3rd sg ἐκεράϊσε , κεραίζω ravage aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εκεράισε
2 ἐκεράισε
ἐκεράισε — κεραίζω ravage aor ind act 3rd sg ἐκεράϊσε , κεραίζω ravage aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)