-
1 ἐκδόριος
A of or for flaying: τὰ ἐ. (sc. φάρμακα) medica- ments which take off the skin, Dsc.3.62, Aët.2.174 ;ἐπιθέματα Crito
ap.Gal.12.448.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκδόριος
-
2 ἐκδόριος
См. также в других словарях:
εκδόριο — το (Α ἐκδόριος, ον) (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εκδόρια μικρό έμπλαστρο που κολλά στο δέρμα και προκαλεί ορώδη έκκριση με αφαίρεση τμήματος τής επιδερμίδας, βιζικάντι αρχ. αυτός που προκαλεί εκδορά … Dictionary of Greek