-
1 εκδράς
-
2 ἐκδράς
-
3 ἐκδιδράσκω
ἐκδιδράσκω, [dialect] Ion. [suff] ἐκδιαφορ-διδρήσκω, [tense] fut. - δράσομαι [pron. full] [ᾱ]: [tense] aor.Aἐξέδραν E. Heracl.14
(nowhere else in Trag.), D.C.37.47; part.ἐκδράς Hdt. 4.148
, Ar.Ec.55:—run away, escape,ἐξ Αἰγύπτου Hdt.3.4
, cf. 9.88, etc.;διὰ τῶν ὑδρορροῶν Ar.V. 126
: abs., Id.Ec.55, Th.1.126.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκδιδράσκω
См. также в других словарях:
ἐκδράς — ἐκδρά̱ς , ἐκδιδράσκω run away aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)