Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐκδορά

См. также в других словарях:

  • ἐκδορά — ἐκδορά̱ , ἐκδορά stripping off fem nom/voc/acc dual ἐκδορά̱ , ἐκδορά stripping off fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκδορά — η (Α ἐκδορά) νεοελλ. επιπόλαιο τραύμα τής επιδερμίδας, ξέγδαρμα αρχ. 1. αφαίρεση τού δέρματος, γδάρσιμο 2. γεν. αφαίρεση …   Dictionary of Greek

  • εκδορά — η 1. αφαίρεση του δέρματος, γδάρσιμο. 2. επιπόλαιο τραύμα της επιδερμίδας, ξέγδαρμα, γρατσούνισμα, αμυχή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐκδοράν — ἐκδορά̱ν , ἐκδορά stripping off fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκδοράς — ἐκδορά̱ς , ἐκδορά stripping off fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκδοραῖς — ἐκδορά stripping off fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκδοραί — ἐκδορά stripping off fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκδορᾶς — ἐκδορά stripping off fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκδορῶν — ἐκδορά stripping off fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έκδαρσις — ἔκδαρσις, η (Μ) εκδορά …   Dictionary of Greek

  • αγκαθιά — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.547 κάτ.) του νομού Ημαθίας. Βρίσκεται στα δεξιά της κοιλάδας του Αλιάκμονα, κοντά στα σύνορα με τον νομό Πιερίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μελίκης. * * * η [αγκάθι] 1. τόπος γεμάτος αγκάθια 2. εκδορά …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»