-
1 εκδορά
ἐκδορά̱, ἐκδοράstripping off: fem nom /voc /acc dualἐκδορά̱, ἐκδοράstripping off: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 ἐκδορά
ἐκδορά̱, ἐκδοράstripping off: fem nom /voc /acc dualἐκδορά̱, ἐκδοράstripping off: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
3 ἐκδορά
-
4 εκδοράν
-
5 ἐκδοράν
-
6 εκδοράς
-
7 ἐκδοράς
-
8 εκδοράς
-
9 ἐκδορᾶς
-
10 εκδοραίς
-
11 ἐκδοραῖς
-
12 εκδοραί
-
13 ἐκδοραί
-
14 εκδορών
-
15 ἐκδορῶν
См. также в других словарях:
ἐκδορά — ἐκδορά̱ , ἐκδορά stripping off fem nom/voc/acc dual ἐκδορά̱ , ἐκδορά stripping off fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκδορά — η (Α ἐκδορά) νεοελλ. επιπόλαιο τραύμα τής επιδερμίδας, ξέγδαρμα αρχ. 1. αφαίρεση τού δέρματος, γδάρσιμο 2. γεν. αφαίρεση … Dictionary of Greek
εκδορά — η 1. αφαίρεση του δέρματος, γδάρσιμο. 2. επιπόλαιο τραύμα της επιδερμίδας, ξέγδαρμα, γρατσούνισμα, αμυχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐκδοράν — ἐκδορά̱ν , ἐκδορά stripping off fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκδοράς — ἐκδορά̱ς , ἐκδορά stripping off fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκδοραῖς — ἐκδορά stripping off fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκδοραί — ἐκδορά stripping off fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκδορᾶς — ἐκδορά stripping off fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκδορῶν — ἐκδορά stripping off fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκδαρσις — ἔκδαρσις, η (Μ) εκδορά … Dictionary of Greek
αγκαθιά — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.547 κάτ.) του νομού Ημαθίας. Βρίσκεται στα δεξιά της κοιλάδας του Αλιάκμονα, κοντά στα σύνορα με τον νομό Πιερίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μελίκης. * * * η [αγκάθι] 1. τόπος γεμάτος αγκάθια 2. εκδορά … Dictionary of Greek