-
1 εκδιψότεροι
-
2 ἐκδιψότεροι
См. также в других словарях:
ἐκδιψότεροι — ἔκδιψος very thirsty masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εκδιψότεροι
2 ἐκδιψότεροι
ἐκδιψότεροι — ἔκδιψος very thirsty masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)