-
1 εκδικήσεσιν
-
2 ἐκδικήσεσιν
См. также в других словарях:
ἐκδικήσεσιν — ἐκδίκησις avenging fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εκδικήσεσιν
2 ἐκδικήσεσιν
ἐκδικήσεσιν — ἐκδίκησις avenging fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)