-
1 εκδημια
ἥ1) тж. pl. отъезд на чужбину, тж. пребывание за границей Eur., Plat.2) изгнание Plat.3) убийство(τινός Anth.)
См. также в других словарях:
ἐκδημία — ἐκδημίᾱ , ἐκδημία going fem nom/voc/acc dual ἐκδημίᾱ , ἐκδημία going fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκδημία — ἐκδημία, η (AM) αναχώρηση από τη ζωή, θάνατος αρχ. 1. αναχώρηση από έναν τόπο 2. εξορία 3. πληθ. αἱ ἐκδημίαι δημόσιες αποστολές στο εξωτερικό … Dictionary of Greek
ἐκδημίᾳ — ἐκδημίαι , ἐκδημία going fem nom/voc pl ἐκδημίᾱͅ , ἐκδημία going fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκδημίας — ἐκδημίᾱς , ἐκδημία going fem acc pl ἐκδημίᾱς , ἐκδημία going fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκδημίαι — ἐκδημία going fem nom/voc pl ἐκδημίᾱͅ , ἐκδημία going fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκδημίαν — ἐκδημίᾱν , ἐκδημία going fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκδημίαις — ἐκδημία going fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκδημίην — ἐκδημία going fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκδήμησις — ἐκδήμησις, η (Μ) εκδημία, θάνατος … Dictionary of Greek