-
1 Έκδηλοι
-
2 Ἔκδηλοι
-
3 έκδηλοι
-
4 ἔκδηλοι
-
5 εκδηλοί
ἐκδηλόωshow plainly: pres ind mp 2nd sgἐκδηλόωshow plainly: pres opt act 3rd sgἐκδηλόωshow plainly: pres ind act 3rd sg -
6 ἐκδηλοῖ
ἐκδηλόωshow plainly: pres ind mp 2nd sgἐκδηλόωshow plainly: pres opt act 3rd sgἐκδηλόωshow plainly: pres ind act 3rd sg
См. также в других словарях:
ἐκδηλοῖ — ἐκδηλόω show plainly pres ind mp 2nd sg ἐκδηλόω show plainly pres opt act 3rd sg ἐκδηλόω show plainly pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἔκδηλοι — Ἔκδηλος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκδηλοι — ἔκδηλος conspicuous masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλαμάνδρα — Κοινό όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα αμφίβια της τάξης των ουροδελών, που ανήκουν σε διαφορετικές υποτάξεις και οικογένειες. Οι καθαυτό σ. ανήκουν στην οικογένεια των Σαλαμανδριδών· τυπικό δείγμα είναι η μαύρη και η κίτρινη σ (sala… … Dictionary of Greek
Λέοπολντ, Γιαν Χέντρικ — (Jan Hendrik Leopold, Χερτογκενμπός 1865 – Ρότερνταμ 1925). Ολλανδός συγγραφέας. Σπούδασε κλασική φιλολογία στο Λέιντεν και δίδαξε για πολλά χρόνια σε γυμνάσιο του Ρότερνταμ. Υπήρξε για πολύ καιρό ένας άσημος, έκτακτος συνεργάτης του φιλολογικού… … Dictionary of Greek